- κακιοτερος
- κακιότεροςκᾰκῑότερος
Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. Дворецкий И.Х.. 1958.
Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. Дворецкий И.Х.. 1958.
κακιότερος — κακιότερος, α, ον (Α) κακίων, πιο κακός, χειρότερος. [ΕΤΥΜΟΛ. Προήλθε πιθ. με συμφυρμό τών τ. κακίων και κακώτερος] … Dictionary of Greek